επιπλουργικός

επιπλουργικός
η , ό[ν] относящийся к изготовлению мебели

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "επιπλουργικός" в других словарях:

  • επιπλουργικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην επιπλουργία («επιπλουργικά εργαλεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»